θεσμοπόλος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεσμοπόλος]], ὁ (Α)<br />ο [[θεμιστοπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «κινούμαι, [[γίνομαι]], [[υπάρχω]], [[προέρχομαι]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θεσμοπόλος]], ὁ (Α)<br />ο [[θεμιστοπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «κινούμαι, [[γίνομαι]], [[υπάρχω]], [[προέρχομαι]]»), [[πρβλ]]. [[θεμιστοπόλος]], [[θαλαμηπόλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεσμοπόλος:''' ὁ Anth. = [[θεμιστοπόλος]]. | |elrutext='''θεσμοπόλος:''' ὁ Anth. = [[θεμιστοπόλος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 24 August 2021
English (LSJ)
ον, (πολέω) A = θεμιστοπόλος, AP5.292.3 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1203] = θεμιστοπόλος, Paul. Sil. (V, 293).
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοπόλος: -ον, (πολέω) = θεμιστοπόλος, Ἀνθ. Π. 5. 293.
Greek Monolingual
θεσμοπόλος, ὁ (Α)
ο θεμιστοπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω, προέρχομαι»), πρβλ. θεμιστοπόλος, θαλαμηπόλος.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοπόλος: ὁ Anth. = θεμιστοπόλος.