Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θωράκιο: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[θωράκιον]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> χαμηλό μαρμάρινο [[χώρισμα]] [[μεταξύ]] του αγίου βήματος και του [[κυρίως]] ναού ή [[μεταξύ]] τών πλάγιων κλιτών και του μεσαίου κλίτους τών ναών [[κατά]] την πρωτοχριστιανική περίοδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προτείχισμα]] στο ύψος [[περίπου]] του στήθους το οποίο προφυλάσσει από πτώσεις, [[στηθαίο]], [[παραπέτο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σανίδωμα]] ή [[μετάλλινος]] [[προφυλακτήρας]] που στερεώνεται στον λαιμό της στήλης του ιστού, [[κόφα]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτοίχισμα]] [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] πλοίου, [[παραπέτασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαλξη]] τείχους, αμυντικό [[προτείχισμα]]<br /><b>2.</b> [[προστέγασμα]] που χρησίμευε για την [[προφύλαξη]] αυτών που διεύθυναν την πολιορκητική [[μηχανή]] ή αυτών που επιχειρούσαν να κάψουν τις μηχανές τών εχθρών<br /><b>3.</b> [[πύργος]] στη [[ράχη]] τών ελεφάντων ή το ανώτατο [[μέρος]] του<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> αμυντική [[θέση]] στον ιστό απ' όπου ακόντιζαν οι ακονιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. <i>θηρ</i>-<i>ίον</i>, <i>παιδ</i>-<i>ίον</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και μτφ. για να δηλώσει [[κάθε]] είδους προστατευτικό [[προτείχισμα]] ή [[κιγκλίδωμα]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[θωράκιον]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> χαμηλό μαρμάρινο [[χώρισμα]] [[μεταξύ]] του αγίου βήματος και του [[κυρίως]] ναού ή [[μεταξύ]] τών πλάγιων κλιτών και του μεσαίου κλίτους τών ναών [[κατά]] την πρωτοχριστιανική περίοδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προτείχισμα]] στο ύψος [[περίπου]] του στήθους το οποίο προφυλάσσει από πτώσεις, [[στηθαίο]], [[παραπέτο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σανίδωμα]] ή [[μετάλλινος]] [[προφυλακτήρας]] που στερεώνεται στον λαιμό της στήλης του ιστού, [[κόφα]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτοίχισμα]] [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] πλοίου, [[παραπέτασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαλξη]] τείχους, αμυντικό [[προτείχισμα]]<br /><b>2.</b> [[προστέγασμα]] που χρησίμευε για την [[προφύλαξη]] αυτών που διεύθυναν την πολιορκητική [[μηχανή]] ή αυτών που επιχειρούσαν να κάψουν τις μηχανές τών εχθρών<br /><b>3.</b> [[πύργος]] στη [[ράχη]] τών ελεφάντων ή το ανώτατο [[μέρος]] του<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> αμυντική [[θέση]] στον ιστό απ' όπου ακόντιζαν οι ακονιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. [[θηρίον]], [[παιδίον]]. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και μτφ. για να δηλώσει [[κάθε]] είδους προστατευτικό [[προτείχισμα]] ή [[κιγκλίδωμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑΜ θωράκιον)
1. μικρός θώρακας
2. εκκλ. χαμηλό μαρμάρινο χώρισμα μεταξύ του αγίου βήματος και του κυρίως ναού ή μεταξύ τών πλάγιων κλιτών και του μεσαίου κλίτους τών ναών κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο
νεοελλ.
1. προτείχισμα στο ύψος περίπου του στήθους το οποίο προφυλάσσει από πτώσεις, στηθαίο, παραπέτο
2. ναυτ. σανίδωμα ή μετάλλινος προφυλακτήρας που στερεώνεται στον λαιμό της στήλης του ιστού, κόφα
3. ναυτ. περιτοίχισμα πάνω από το κατάστρωμα πλοίου, παραπέτασμα
αρχ.
1. έπαλξη τείχους, αμυντικό προτείχισμα
2. προστέγασμα που χρησίμευε για την προφύλαξη αυτών που διεύθυναν την πολιορκητική μηχανή ή αυτών που επιχειρούσαν να κάψουν τις μηχανές τών εχθρών
3. πύργος στη ράχη τών ελεφάντων ή το ανώτατο μέρος του
4. ναυτ. αμυντική θέση στον ιστό απ' όπου ακόντιζαν οι ακονιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. θηρίον, παιδίον. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και μτφ. για να δηλώσει κάθε είδους προστατευτικό προτείχισμα ή κιγκλίδωμα].