ικανοδότης: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱκανοδότης]], ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)<br />αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], ο [[εγγυητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱκανοδότης]], ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)<br />αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], ο [[εγγυητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[εργοδότης]], [[τροφοδότης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek Monolingual
ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργοδότης, τροφοδότης.