καλλιβόας: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιβόας]], ὁ (Α)<br />(για τον αυλό) αυτός που αναδίδει [[ωραίο]] και δυνατό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>αγρο</i>-[[βόας]], <i>ερημο</i>-[[βόας]]].
|mltxt=[[καλλιβόας]], ὁ (Α)<br />(για τον αυλό) αυτός που αναδίδει [[ωραίο]] και δυνατό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), [[πρβλ]]. [[αγροβόας]], [[ερημοβόας]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:35, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιβόας Medium diacritics: καλλιβόας Low diacritics: καλλιβόας Capitals: ΚΑΛΛΙΒΟΑΣ
Transliteration A: kallibóas Transliteration B: kalliboas Transliteration C: kallivoas Beta Code: kallibo/as

English (LSJ)

α, ὁ, A beautiful-sounding, αὐλός Simon.46.3, S.Tr.640 (lyr.), Ar.Av.682 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] schön rufend, tönend; Soph. αὐλός, Tr. 637; Ar. Av. 682; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιβόας: -ου, ὁ, καλῶς, ἡδέως ἠχῶν, αὐλὸς Σιμωνίδ. 56, Σοφ. Τρ. 640, Ἀριστοφ. Ὄρν. 682.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a une belle voix, un beau son.
Étymologie: καλός, βοή.

Greek Monolingual

καλλιβόας, ὁ (Α)
(για τον αυλό) αυτός που αναδίδει ωραίο και δυνατό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -βόας (< βοῶ), πρβλ. αγροβόας, ερημοβόας].

Greek Monotonic

καλλιβόας: -ου, ὁ (βοάω), αυτός που ηχεί, ακούγεται όμορφα, εύηχος, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐβόᾱς: ου adj. m красиво звучащий, певучий (αὐλός Soph., Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιβόας -α [καλός, βοή] met fraaie klank.

Middle Liddell

καλλι-βόας, ου, βοάω
beautiful-sounding, Soph., Ar.