καμηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμηλάτης]], ὁ (Α)<br />[[οδηγός]] καμήλας, [[καμηλιέρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμηλ</i>-[[ελάτης]] (με [[απλολογία]]) <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καμηλάτης]], ὁ (Α)<br />[[οδηγός]] καμήλας, [[καμηλιέρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμηλ</i>-[[ελάτης]] (με [[απλολογία]]) <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. [[ιππελάτης]], [[ταυρελάτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 24 August 2021
English (LSJ)
(for Καμηλελάτης), ου, ὁ, A camel-driver, PBasel 2.2 (ii A.D.), BGU14 vi 12 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
καμηλάτης: ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = καμηλίτης.
Greek Monolingual
καμηλάτης, ὁ (Α)
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμηλ-ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + -ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππελάτης, ταυρελάτης].