καμηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμηλάτης]], ὁ (Α)<br />[[οδηγός]] καμήλας, [[καμηλιέρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμηλ</i>-[[ελάτης]] (με [[απλολογία]]) <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. <i>ιππ</i>-[[ελάτης]], <i>ταυρ</i>-[[ελάτης]]].
|mltxt=[[καμηλάτης]], ὁ (Α)<br />[[οδηγός]] καμήλας, [[καμηλιέρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμηλ</i>-[[ελάτης]] (με [[απλολογία]]) <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. [[ιππελάτης]], [[ταυρελάτης]]].
}}
}}

Revision as of 07:40, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλάτης Medium diacritics: καμηλάτης Low diacritics: καμηλάτης Capitals: ΚΑΜΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: kamēlátēs Transliteration B: kamēlatēs Transliteration C: kamilatis Beta Code: kamhla/ths

English (LSJ)

(for Καμηλελάτης), ου, ὁ, A camel-driver, PBasel 2.2 (ii A.D.), BGU14 vi 12 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καμηλάτης: ὁ, ἐν παπύρ. Βερολ. 34, Π. 5, εἰ ὑγιῶς ἔχει, ἀντὶ καμηληλάτης = καμηλίτης.

Greek Monolingual

καμηλάτης, ὁ (Α)
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμηλ-ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + -ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππελάτης, ταυρελάτης].