καμπούρης: Difference between revisions
From LSJ
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=καμπούρα, καμπούρικο και [[καμπούρικος]], καμπούρικη, καμπούρικο (Μ [[καμπούρης]], καμπούρα, καμπούρικο)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[καμπούρα]], [[εξόγκωμα]] στην [[πλάτη]], με τους ώμους γυρμένους, [[σκυφτός]], καμπουριασμένος, [[καμπουρωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δημώδης]] [[ονομασία]] του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο [[ευρωπαϊκός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται [[χωρίς]] λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη [[μούρη]]» — δεν είπαμε [[κάτι]] προσβλητικό ή υβριστικό για [[σένα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. τουρκ. <i>cambur</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[καμπύλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:07, 14 June 2024
Greek Monolingual
καμπούρα, καμπούρικο και καμπούρικος, καμπούρικη, καμπούρικο (Μ καμπούρης, καμπούρα, καμπούρικο)
1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός
νεοελλ.
1. δημώδης ονομασία του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο ευρωπαϊκός
2. φρ. (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται χωρίς λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη μούρη» — δεν είπαμε κάτι προσβλητικό ή υβριστικό για σένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. cambur < ελλ. καμπύλος.