κατωπός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατωπός]] -όν (Μ)<br />αυτός που κοιτάζει [[κάτω]] [[λυπημένος]], [[κατηφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- -<i>ωπός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>ωπ</i>- του <i>ὄπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>), [[πρβλ]]. <i>αντ</i>-<i>ωπός</i>, <i>εισ</i>-<i>ωπός</i>].
|mltxt=[[κατωπός]] -όν (Μ)<br />αυτός που κοιτάζει [[κάτω]] [[λυπημένος]], [[κατηφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- -<i>ωπός</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>ωπ</i>- του <i>ὄπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>), [[πρβλ]]. [[αντωπός]], [[εισωπός]]].
}}
}}

Revision as of 18:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωπός Medium diacritics: κατωπός Low diacritics: κατωπός Capitals: ΚΑΤΩΠΟΣ
Transliteration A: katōpós Transliteration B: katōpos Transliteration C: katopos Beta Code: katwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ) A with downcast looks. Hippiatr.29, 66.

German (Pape)

[Seite 1407] mit niedergeschlagenen Augen, niedergeschlagen, beschämt, Hippiatr., vgl. κατηφής.

Greek (Liddell-Scott)

κατωπός: -όν, (ὤψ) κατηφής, τεθλιμμένος, ὁ καταβάλλων καὶ προσηλῶν τὰ βλέμματα εἰς τὴν γῆν ἐκ λύπης, Ἱππιατρ., πρβλ. κατηφής, κατῶβλεψ.

Greek Monolingual

κατωπός -όν (Μ)
αυτός που κοιτάζει κάτω λυπημένος, κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- -ωπός (< θ. -ωπ- του ὄπ-ωπ-α), πρβλ. αντωπός, εισωπός].