κατακόλουθος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατακόλουθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί, ο [[επόμενος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατακόλουθα</i> και <i>κατακούλιθα</i> (Μ)<br />[[κατόπιν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ακόλουθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκόλουθος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κατακόλουθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί, ο [[επόμενος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατακόλουθα</i> και <i>κατακούλιθα</i> (Μ)<br />[[κατόπιν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ακόλουθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκόλουθος]]), [[πρβλ]]. [[ανακόλουθος]], [[επακόλουθος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:43, 24 August 2021
English (LSJ)
ον, A following, of persons, c. dat., Vett.Val.220.4; of things, Id.125.31.
Greek Monolingual
κατακόλουθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος.
επίρρ...
κατακόλουθα και κατακούλιθα (Μ)
κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ακόλουθος (< ἀκόλουθος), πρβλ. ανακόλουθος, επακόλουθος].