κεραυνόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κεραυνόπληκτος]], -ον)<br />ο χτυπημένος από κεραυνό, [[κεραυνόβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάπληκτος]], [[εμβρόντητος]] («όταν το άκουσα έμεινα [[κεραυνόπληκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κεραυνόπληκτος]], -ον)<br />ο χτυπημένος από κεραυνό, [[κεραυνόβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάπληκτος]], [[εμβρόντητος]] («όταν το άκουσα έμεινα [[κεραυνόπληκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[θεόπληκτος]], [[θηριόπληκτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, = κεραυνοπλήξ (thundersmitten), Phld. Ir. p. 94 W.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κεραυνόπληκτος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόβλητος
νεοελλ.
μτφ. κατάπληκτος, εμβρόντητος («όταν το άκουσα έμεινα κεραυνόπληκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θεόπληκτος, θηριόπληκτος].