κεραυνόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κεραυνόπληκτος]], -ον)<br />ο χτυπημένος από κεραυνό, [[κεραυνόβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάπληκτος]], [[εμβρόντητος]] («όταν το άκουσα έμεινα [[κεραυνόπληκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>θηριό</i>-<i>πληκτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κεραυνόπληκτος]], -ον)<br />ο χτυπημένος από κεραυνό, [[κεραυνόβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάπληκτος]], [[εμβρόντητος]] («όταν το άκουσα έμεινα [[κεραυνόπληκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[θεόπληκτος]], [[θηριόπληκτος]]].
}}
}}

Revision as of 18:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνόπληκτος Medium diacritics: κεραυνόπληκτος Low diacritics: κεραυνόπληκτος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: keraunóplēktos Transliteration B: keraunoplēktos Transliteration C: keravnopliktos Beta Code: kerauno/plhktos

English (LSJ)

ον, = κεραυνοπλήξ (thundersmitten), Phld. Ir. p. 94 W.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κεραυνόπληκτος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόβλητος
νεοελλ.
μτφ. κατάπληκτος, εμβρόντητος («όταν το άκουσα έμεινα κεραυνόπληκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θεόπληκτος, θηριόπληκτος].