κολοσσιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κολοσσιαῖος:''' колоссальный, огромный ([[ἀνδριάς]] Diod.).
|elrutext='''κολοσσιαῖος:''' [[колоссальный]], [[огромный]] ([[ἀνδριάς]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 11:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσσιαῖος Medium diacritics: κολοσσιαῖος Low diacritics: κολοσσιαίος Capitals: ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kolossiaîos Transliteration B: kolossiaios Transliteration C: kolossiaios Beta Code: kolossiai=os

English (LSJ)

α, ον, A colossal, D.S.11.72 (-ττ-), al.; κ. μεγέθη Ph. 1.2; κ. τὸ μέγεθος Luc.Herm.71; κ. ἄγαλμα, ἀνδριάς, Hdn.1.15.9, BGU362 vi 5 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1475] einem Kolossus ähnlich an Größe, colossal; Luc. Hermot. 71 u. öfter; ἀνδριάς D. Sic. 11, 72 u. a. Sp.; κολοσσαῖος ist s. L., vgl. Lob. Phryn. 542.

Greek (Liddell-Scott)

κολοσσιαῖος: (οὐδέποτε κολοσσαῖος, Λοβ. εἰς Φρύν. 542), α, ον, κολοσσοῦ μέγεθος ἔχων, Διόδ. 11. 72, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de colosse, colossal.
Étymologie: κολοσσός.

Greek Monolingual

και κολοσσαίος, -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῖον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)
νεοελλ.
πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα -αῖος / -ιαῖος (πρβλ. πηγ-αίος / μηρ-ιαίος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολοσσιαῖος -α -ον [κολοσσός] kolossaal.

Russian (Dvoretsky)

κολοσσιαῖος: колоссальный, огромный (ἀνδριάς Diod.).