κοινεών: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοινεών]], ὁ (Α)<br />ο [[κοινωνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοιν</i>-<i>άνων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾱων</i>, [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοινεών]], ὁ (Α)<br />ο [[κοινωνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοιν</i>-<i>άνων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾱων</i>, [[πρβλ]]. [[διδυμάων]], [[ξυνάων]]). Η κατάλ. -<i>εών</i> [[είναι]] η ιωνική-αττική [[μορφή]] της ομηρικής -<i>ᾱων</i>. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη [[μορφή]] -<i>ᾱν</i> ([[πρβλ]]. <i>κοιν</i>-<i>άν</i>) και στην αττική τη [[μορφή]] -<i>ών</i> ([[πρβλ]]. [[κοινών]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149. | |elnltext=κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A = κοινωνός, prob. in E.HF149, 340.
German (Pape)
[Seite 1467] ῶνος, ὁ, = κοινωνός, zw., s. Herm. zu Eur. Herc. Fur. 320.
Greek Monolingual
κοινεών, ὁ (Α)
ο κοινωνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοιν-άνων (< κοινός + κατάλ. -ᾱων, πρβλ. διδυμάων, ξυνάων). Η κατάλ. -εών είναι η ιωνική-αττική μορφή της ομηρικής -ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή -ᾱν (πρβλ. κοιν-άν) και στην αττική τη μορφή -ών (πρβλ. κοινών)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινεών -ῶνος, ὁ [κοινός] partner:. τέκνου... κοινεών gemeenschappelijke vader Eur. HF 149.