κρεατοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο<br />αυτός που έχει το [[κρέας]] ως βασικό [[είδος]] διατροφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>αδη</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο<br />αυτός που έχει το [[κρέας]] ως βασικό [[είδος]] διατροφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[αδηφάγος]], [[χορτοφάγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο
αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. αδηφάγος, χορτοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].