κυμοδέγμων: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυμοδέγμων]], κυμόδεγμον, -όνος (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δέγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>θεο</i>-<i>δέγμων</i>, <i>οικο</i>-<i>δέγμων</i>].
|mltxt=[[κυμοδέγμων]], κυμόδεγμον, -όνος (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δέγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[θεοδέγμων]], [[οικοδέγμων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμοδέγμων Medium diacritics: κυμοδέγμων Low diacritics: κυμοδέγμων Capitals: ΚΥΜΟΔΕΓΜΩΝ
Transliteration A: kymodégmōn Transliteration B: kymodegmōn Transliteration C: kymodegmon Beta Code: kumode/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A receiving or meeting the waves, ἀκτή E. Hipp.1173.

German (Pape)

[Seite 1531] ἀκτή, die Fluth empfangend, aufnehmend, Eur. Hipp. 1173.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμοδέγμων: -ον, ἐπὶ θαλασσίας ἀκτῆς, ἡ δεχομένη τὰ κύματα, ἀκτὴ Εὐρ. Ἱππ. 1173.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui reçoit les flots, baigné par les flots.
Étymologie: κῦμα, δέχομαι.

Greek Monolingual

κυμοδέγμων, κυμόδεγμον, -όνος (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, οικοδέγμων].

Greek Monotonic

κῡμοδέγμων: -ον (δέχομαι), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κῡμοδέγμων: 2, gen. ονος принимающий на себя удары волн (ἀκτή Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυμοδέγμων -ον [κῦμα, δέχομαι] door golven bespoeld.

Middle Liddell

κῡμο-δέγμων, ον, δέχομαι
meeting the waves, Eur.