λατύπος: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λατύπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κόβει, που [[σπάζει]] λίθους, [[λιθοτόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. <i>ορει</i>-[[τύπος]], <i>χαμαι</i>-[[τύπος]].
|mltxt=[[λατύπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κόβει, που [[σπάζει]] λίθους, [[λιθοτόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[ορειτύπος]], [[χαμαιτύπος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λᾱτύπος:''' (ῠ) ὁ каменотес Soph., Anth.
|elrutext='''λᾱτύπος:''' (ῠ) ὁ каменотес Soph., Anth.
}}
}}

Revision as of 07:49, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτύπος Medium diacritics: λατύπος Low diacritics: λατύπος Capitals: ΛΑΤΥΠΟΣ
Transliteration A: latýpos Transliteration B: latypos Transliteration C: latypos Beta Code: latu/pos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A stone-cutter, mason, Hp.Fract.31, S.Fr.530, Gal.Thras. 43, CIG(add.)3827v, al. (Cotiaeum); cf. λαοτύπος.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτύπος: [ῠ], ὁ, (λᾶς τύπτω) ὁ κόπτων λίθους, λιθοτόμος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 773, Σοφ. Ἀποσπ. 477, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827 v, y, κ. ἀλλ., πρβλ. λαοτύπος· ― ἐντεῦθεν λᾱτῠπικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πελέκησιν λίθων, σμίλη Ἡσύχ.· ἡ λ. τέχνη Πορφύρ. παρὰ Κυρίλλ.

Greek Monolingual

λατύπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + -τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορειτύπος, χαμαιτύπος.

Russian (Dvoretsky)

λᾱτύπος: (ῠ) ὁ каменотес Soph., Anth.