λεῦκος: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leykos | |Transliteration C=leykos | ||
|Beta Code=leu=kos | |Beta Code=leu=kos | ||
|Definition=ὁ, name of | |Definition=ὁ, name of [[a fish]] (cf. [[λευκίσκος]]), <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Beren.</span>4</span>, cf. <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>567a20</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:05, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, name of a fish (cf. λευκίσκος), Theoc.Beren.4, cf. Arist. HA567a20.
German (Pape)
[Seite 34] ὁ, Name eines Fisches, Theocr. bei Ath. VII, 284 a. Vgl. Arist. H. A. 6, 13, οἱ λευκοὶ καλούμενοι ἰχθύες.
Greek (Liddell-Scott)
λεῦκος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος (πρβλ. λευκίσκος), Θεόκρ. παρ’ Ἀθην. 284A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de poisson (cf. λευκίσκος).
Étymologie: λευκός.
Greek Monolingual
(I)
λεῡκος, ὁ (Α) λευκός
ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.).
(II)
λεῡκος, ὁ (Μ)
η λεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λεύκη (ἡ), με αλλαγή γένους].
Greek Monolingual
Λεῡκος, ὁ (Α)
θεότητα στη Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός > Γλαύκος)].