λυγερός: Difference between revisions
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό και [[λυγηρός]], -ά, -ό (AM [[λυγηρός]], -ά, -όν, Μ και [[λυγερός]], -ή, -όν)<br />[[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ψηλός]] και [[λεπτός]], [[ευσταλής]], [[κομψός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η λυγερή</i><br />(για νέα [[γυναίκα]]) ψηλή, κομψή και ευκίνητη<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>λυγηρόν</i><br />με μαλακό, με [[λεπτό]], πράο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυγέα]] ([[λυγιά]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> και -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ή, -ό και [[λυγηρός]], -ά, -ό (AM [[λυγηρός]], -ά, -όν, Μ και [[λυγερός]], -ή, -όν)<br />[[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ψηλός]] και [[λεπτός]], [[ευσταλής]], [[κομψός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η λυγερή</i><br />(για νέα [[γυναίκα]]) ψηλή, κομψή και ευκίνητη<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>λυγηρόν</i><br />με μαλακό, με [[λεπτό]], πράο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυγέα]] ([[λυγιά]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> και -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[λαμπερός]] / <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:25, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ή, -ό και λυγηρός, -ά, -ό (AM λυγηρός, -ά, -όν, Μ και λυγερός, -ή, -όν)
εύκαμπτος, ευλύγιστος
νεοελλ.-μσν.
1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός
2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή
(για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη
μσν.
(το ουδ. στην αιτ. ως επίρρ.) λυγηρόν
με μαλακό, με λεπτό, πράο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυγέα (λυγιά) + κατάλ. -ερός και -ηρός (πρβλ. λαμπερός / λαμπ-ηρός)].