λογόδειπνον: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λογόδειπνον]], τὸ (Α)<br />[[συμπόσιο]] λόγιων [[ανδρών]] («τοῦ λόγου [[οἰκονόμος]] Ἀθήναιος ἥδιστον [[λογόδειπνον]] εἰσηγεῑται», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λογόδειπνον]], τὸ (Α)<br />[[συμπόσιο]] λόγιων [[ανδρών]] («τοῦ λόγου [[οἰκονόμος]] Ἀθήναιος ἥδιστον [[λογόδειπνον]] εἰσηγεῑται», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]] ([[πρβλ]]. [[αριστόδειπνον]], [[ψευδόδειπνον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, A feast of words, learned banquet, Ath.1.b.
Greek (Liddell-Scott)
λογόδειπνον: τό, δεῖπνον λόγων, συμπόσιον λογίων ἀνδρῶν, Ἀθήν. 1Β.
Greek Monolingual
λογόδειπνον, τὸ (Α)
συμπόσιο λόγιων ανδρών («τοῦ λόγου οἰκονόμος Ἀθήναιος ἥδιστον λογόδειπνον εἰσηγεῑται», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + δείπνον (πρβλ. αριστόδειπνον, ψευδόδειπνον)].