μεγέθης: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγέθης]], μέγεθες (Μ)<br /><b>1.</b> [[ευμεγέθης]], [[μεγάλος]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]] («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ [[πάνυ]] καθήμενος», Βίος Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μεγέθης]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. σε -[[μεγέθης]] <span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μεγέθης]], μέγεθες (Μ)<br /><b>1.</b> [[ευμεγέθης]], [[μεγάλος]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> [[ψηλός]] («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ [[πάνυ]] καθήμενος», Βίος Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μεγέθης]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. σε -[[μεγέθης]] <span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]] ([[πρβλ]]. [[ευμεγέθης]], [[ισομεγέθης]])]. | ||
}} | }} |