μεροποσπόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεροποσπόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέροψ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οπος</i> «αυτός που έχει έναρθρη [[φωνή]]» <span style="color: red;">+</span> [[σπόρος]] ([[πρβλ]]. <i>παιδο</i>-[[σπόρος]], <i>πυρι</i>-[[σπόρος]])].
|mltxt=[[μεροποσπόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέροψ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οπος</i> «αυτός που έχει έναρθρη [[φωνή]]» <span style="color: red;">+</span> [[σπόρος]] ([[πρβλ]]. [[παιδοσπόρος]], [[πυρισπόρος]])].
}}
}}

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεροποσπόρος Medium diacritics: μεροποσπόρος Low diacritics: μεροποσπόρος Capitals: ΜΕΡΟΠΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: meropospóros Transliteration B: meroposporos Transliteration C: meroposporos Beta Code: meropospo/ros

English (LSJ)

ον, A begetting men, ὥρη Man.4.577.

German (Pape)

[Seite 135] ὥρη, Menschen säend, erzeugend, Maneth. 4, 577.

Greek (Liddell-Scott)

μεροποσπόρος: -ον, ὁ γεννῶν ἀνθρώπους, ὥρη Μανέθων 4. 577.

Greek Monolingual

μεροποσπόρος, -ον (Α)
αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + -οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδοσπόρος, πυρισπόρος)].