μεσοπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0139.png Seite 139]] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. [[μεσαιπόλιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0139.png Seite 139]] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. [[μεσαιπόλιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσοπόλιος''': -ον, ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεσαιπόλιος]] (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[μεσαιπόλιος]], ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.
|lstext='''μεσοπόλιος''': -ον, ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεσαιπόλιος]] (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[μεσαιπόλιος]], ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:30, 1 October 2022

German (Pape)

[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.

Greek Monolingual

μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υπο-πόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].

Greek Monotonic

μεσοπόλιος: -ον, κανονικός τύπος αντί μεσαιπόλιος, σε Αίσωπ.

Russian (Dvoretsky)

μεσοπόλιος: Aesop. = μεσαιπόλιος.

Middle Liddell

μεσο-πόλιος, ον regular form for μεσαιπόλιος, Aesop.]