μιξοπάρθενος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μιξοπάρθενος:''' наполовину похожая на деву ([[ἔχιδνα]] Her.; [[Σφίγξ]] Soph.).
|elrutext='''μιξοπάρθενος:''' [[наполовину похожая на деву]] ([[ἔχιδνα]] Her.; [[Σφίγξ]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μιξο-πάρθενος, ον<br />[[half]]-[[woman]], Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=μιξο-πάρθενος, ον<br />[[half]]-[[woman]], Hdt., Eur.
}}
}}

Revision as of 13:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοπάρθενος Medium diacritics: μιξοπάρθενος Low diacritics: μιξοπάρθενος Capitals: ΜΙΞΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: mixopárthenos Transliteration B: mixoparthenos Transliteration C: miksoparthenos Beta Code: micopa/rqenos

English (LSJ)

ον, A half-maiden, of Echidna, Hdt.4.9; of the Sphinx, E.Ph.1023.

German (Pape)

[Seite 189] halb Jungfrau, mit Jungfrauengestalt gemischt; von der Sphinx, Eur. Phoen. 1030; Her. 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοπάρθενος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἐχίδνης, Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1023.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à moitié une jeune fille.
Étymologie: μίγνυμι, παρθένος.

Greek Monolingual

και μειξοπάρθενος, -η, -ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη
η μιξοπαρθένα
αρχ.
(για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + παρθένος (πρβλ. ψευδο-πάρθενος)].

Greek Monotonic

μιξοπάρθενος: -ον, σχεδόν παρθένα, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μιξοπάρθενος: наполовину похожая на деву (ἔχιδνα Her.; Σφίγξ Soph.).

Middle Liddell

μιξο-πάρθενος, ον
half-woman, Hdt., Eur.