μισοψηφιστής: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισοψηφιστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους λογιστές<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μισοψηφιστής</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Φιλιστίωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ψηφιστής]] «[[λογιστής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ψηφίζομαι</i>), [[πρβλ]]. <i>ισο</i>-[[ψηφιστής]].
|mltxt=[[μισοψηφιστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους λογιστές<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μισοψηφιστής</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Φιλιστίωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ψηφιστής]] «[[λογιστής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ψηφίζομαι</i>), [[ισοψηφιστής]].
}}
}}

Revision as of 09:34, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοψηφιστής Medium diacritics: μισοψηφιστής Low diacritics: μισοψηφιστής Capitals: ΜΙΣΟΨΗΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: misopsēphistḗs Transliteration B: misopsēphistēs Transliteration C: misopsifistis Beta Code: misoyhfisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A hater of calculators, name of a mime by Philistion, Suid. s.v. Φιλιστίων (nisi leg. μιμο-).

German (Pape)

[Seite 192] ὁ, der die Rechner haßt, Suid. v. Φιλιστίων.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοψηφιστής: -οῦ, ὁ μισῶν τοὺς λογιστάς, ὄνομα δράματος τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Φιλιστίωνος, Σουΐδ. ἐν λ. Φιλιστίων, (διάφ. γραφή: μιμοψηφιστής).

Greek Monolingual

μισοψηφιστής, ὁ (Α)
1. αυτός που μισεί τους λογιστές
2. ως κύριο όν. Μισοψηφιστής
τίτλος δράματος του Φιλιστίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ψηφιστής «λογιστής» (< ψηφίζομαι), ισοψηφιστής.