μορέα: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=morea | |Transliteration C=morea | ||
|Beta Code=more/a | |Beta Code=more/a | ||
|Definition=Ep. μορ-έη, ἡ, (μόρον) | |Definition=Ep. μορ-έη, ἡ, (μόρον) [[mulberry-tree]], [[Morus nigra]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>69</span>, <span class="title">Fr.</span>75, Gal.11.631. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:51, 24 August 2022
English (LSJ)
Ep. μορ-έη, ἡ, (μόρον) mulberry-tree, Morus nigra, Nic.Al.69, Fr.75, Gal.11.631.
German (Pape)
[Seite 207] ἡ, der Maulbeerbaum, Nic. Al. 69, Ath. II, 51, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μορέα: ἡ, (μόρον) ὡς καὶ νῦν ἡ συκαμινέα, κοινῶς «μουρ~ιά», Νικ. Ἀλεξιφ. 69, πρβλ. Ἀθήν. 51Ε. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ μορέα, Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα)
το δέντρο μουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόρον + επίθημα -έα, που είναι εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και φυτών (πρβλ. μηλ-έα: μήλον, συκ-έα: σῦκον)].