ἡμιπέλεκκον: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιπέλεκκον]], τὸ (Α)<br />[[μισός]] [[πέλεκυς]], [[μονόστομος]], με μια μόνο [[κόψη]] (σε αντίθ. [[προς]] τον συνηθισμένο δίστομο [[πέλεκυ]]) («ἐτίθει [[δέκα]] πελέκεας, [[δέκα]] δ' ἡμιπέλεκκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέλεκκον]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] ([[ | |mltxt=[[ἡμιπέλεκκον]], τὸ (Α)<br />[[μισός]] [[πέλεκυς]], [[μονόστομος]], με μια μόνο [[κόψη]] (σε αντίθ. [[προς]] τον συνηθισμένο δίστομο [[πέλεκυ]]) («ἐτίθει [[δέκα]] πελέκεας, [[δέκα]] δ' ἡμιπέλεκκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέλεκκον]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] ([[αμφιπέλεκκον]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:33, 25 August 2021
English (LSJ)
τό, A half-axe, i.e. one-edged axe (the πέλεκυς being double-edged), Il.23.851,858,883.
German (Pape)
[Seite 1169] τό (πέλεκυς), Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat, Il. 23, 851. 858. 883.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπέλεκκον: (κ διπλοῦν χάριν τοῦ μέτρου), τό, ἥμισυς πέλεκυς, μονόστομος, ἐπειδή ο κυρίως πέλεκυς ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hache à un seul tranchant.
Étymologie: ἡμι-, πέλεκυς.
English (Autenrieth)
(πέλεκυς): half-axe, one-edged axe. (Il.)
Greek Monolingual
ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α)
μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ' ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέλεκκον < πέλεκυς (αμφιπέλεκκον.
Greek Monotonic
ἡμιπέλεκκον: (διπλό κ, χάριν του μέτρου), τό (πέλεκυς), μισό τσεκούρι, μισός πέλεκυς, δηλ. το τσεκούρι που έχει μία κόψη, ο μονόστομος πέλεκυς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐπέλεκκον: τό полусекира, т. е. боевая секира с односторонним лезвием Hom.
Middle Liddell
[κ doubled metri grat.]
a half-axe, i. e. a one-edged axe, Il.