ἰσχνοπάρειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχνοπάρειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πα</i>-<i>ρειαί</i> «μάγουλα»), [[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-<i>πάρειος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρειος</i>].
|mltxt=[[ἰσχνοπάρειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πα</i>-<i>ρειαί</i> «μάγουλα»), [[πρβλ]]. [[λευκοπάρειος]], [[χαλκοπάρειος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:17, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1272] mit mageren Backen, γραῦς Ep. ad. (App. 336).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοπάρειος: -ον, ἔχων ἰσχνὰς παρειάς, γραῦς Ἀνθ. Π. παράρτ. 336.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux joues maigres.
Étymologie: ἰσχνός, παρειά.

Greek Monolingual

ἰσχνοπάρειος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -πάρειος (< πα-ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκοπάρειος, χαλκοπάρειος].

Greek Monotonic

ἰσχνοπάρειος: -ον (παρειά), αυτός που έχει πολύ αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχνοπάρειος: с похудевшими (впалыми) щеками (γραῦς Anth.).

Middle Liddell

ἰσχνο-πάρειος, ον παρειά
with withered cheeks, Anth.