ἰσόβοιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόβοιος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] ενός βοδιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόβοιον</i><br />[[άνθος]] με μήκωνα ([[παπαρούνα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]), [[πρβλ]]. <i>ἀλφεσί</i>-<i>βοιος</i>, <i>μυριό</i>-<i>βοιος</i>].
|mltxt=[[ἰσόβοιος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] ενός βοδιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόβοιον</i><br />[[άνθος]] με μήκωνα ([[παπαρούνα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]), [[πρβλ]]. [[ἀλφεσίβοιος]], [[μυριόβοιος]]].
}}
}}

Revision as of 19:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόβοιος Medium diacritics: ἰσόβοιος Low diacritics: ισόβοιος Capitals: ΙΣΟΒΟΙΟΣ
Transliteration A: isóboios Transliteration B: isoboios Transliteration C: isovoios Beta Code: i)so/boios

English (LSJ)

ον, (βοῦς) A worth an ox, Hsch. s.v. ἀντίβοιος. II ἰσόβοιον, τό, a poppy-like flower, Id.

German (Pape)

[Seite 1264] einem Ochsen gleich an Werth, Erkl. von ἀντίβοιος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόβοιος: -ον, (βοῦς) ἔχων ἀξίαν ἑνὸς βοός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίβοιος. ΙΙ. ἰσόβοιον, τό, «ἄνθος ὅμοιον μήκωνι», δηλ. ὅμοιον μὲ «παπαροῦναν», Ἡσύχ. ἐνλέξει.

Greek Monolingual

ἰσόβοιος -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον
άνθος με μήκωνα (παπαρούνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσίβοιος, μυριόβοιος].