ἱμαντοπάροχος: Difference between revisions
From LSJ
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱμαντοπάροχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱμαντοπάροχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. [[ελαιοπάροχος]], [[υδροπάροχος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 24 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A purveyor of straps, etc., for the races, CIG2758 D6 (Aphrodisias).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντοπάροχος: ὁ, ὁ παρέχων ἱμάντας διὰ τοὺς ἀγῶνας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ D. 6.
Greek Monolingual
ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιοπάροχος, υδροπάροχος.