ἱματίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱματίδιον]], τὸ (Α)<br />μικρό [[ιμάτιο]], [[ρουχαλάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάτιον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. <i>γον</i>-[[ίδιον]], <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=[[ἱματίδιον]], τὸ (Α)<br />μικρό [[ιμάτιο]], [[ρουχαλάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάτιον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[γονίδιον]], [[χοιρίδιον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:56, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτίδιον Medium diacritics: ἱματίδιον Low diacritics: ιματίδιον Capitals: ΙΜΑΤΙΔΙΟΝ
Transliteration A: himatídion Transliteration B: himatidion Transliteration C: imatidion Beta Code: i(mati/dion

English (LSJ)

[ῑδ], τό, Dim. of ἱμάτιον, Id.Pl.985, Lys.Fr.316S., BGU1103.12 (i B.C.); by crasis with the Art., A θαἰματίδια Ar.Lys.401.

German (Pape)

[Seite 1252] τό, dasselbe; Ar. Plut. 985; Poll. 7, 42 aus Lys. – Mit dem Artikel θαἰματίδια Ar. Lys. 401.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Πλ. 985, Λυσίας παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 42· κατὰ κρᾶσιν μετὰ τοῦ ἄρθρου, θαἰματίδια Ἀριστοφ. Λυσ. 401. -ῑδιον Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de ἱμάτιον.

Greek Monolingual

ἱματίδιον, τὸ (Α)
μικρό ιμάτιο, ρουχαλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γονίδιον, χοιρίδιον)].

Greek Monotonic

ἱμᾰτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του ἱμάτιον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμᾰτίδιον: (ῑμ, τῐ) τό одежонка, платьице Arph.

Middle Liddell

ἱμᾰτ¯ίδιον, ου, τό, [Dim. of ἱμάτιον, Ar.]