θεόπεμπτος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεόπεμπτος:''' ниспосланный богом ([[δώρημα]] Arst.). | |elrutext='''θεόπεμπτος:''' [[ниспосланный богом]] ([[δώρημα]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θεό-πεμπτος, ον [[πέμπω]]<br />sent by the gods, Arist. | |mdlsjtxt=θεό-πεμπτος, ον [[πέμπω]]<br />sent by the gods, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A sent by the gods, Arist.EN1099b15, Plb.32.15.14, D.H.1.14; ὄνειροι Ph.1.620, cf. Artem.1.6; ἀτυχία D.S.15.24; ἀγαθόν D.H.4.62. 2 superhuman, extraordinary, Longus 3.18.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott gesandt; Arist. Eth. 1, 9, 3;. ὄρνις D. Hal. 1, 14; ἕδη 1, 69; a. Sp., auch übh. außerordentlich, Long. past. 3, 18; Artem. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θεόπεμπτος: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθείς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 3, Διον. Ἁλ. 1. 14∙ - ὑπεράνθρωπος, ἔκτακτος, Λόγγ. 3. 18, Ἀρτεμ. 1. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
envoyé par la divinité.
Étymologie: θεός, πέμπω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM θεόπεμπτος, -ον)
ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο θεόσταλτος
νεοελλ.
μοιραίος
αρχ.
υπεράνθρωπος, εξαιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. διάπεμπτος, επίπεμπτος].
Greek Monotonic
θεόπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που έχει σταλθεί από θεό, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
θεόπεμπτος: ниспосланный богом (δώρημα Arst.).
Middle Liddell
θεό-πεμπτος, ον πέμπω
sent by the gods, Arist.