κομμώ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κομμώ]], | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κομμώ]], οῦς, ἡ (Α)<br />η [[ιέρεια]] που φρόντιζε το [[άγαλμα]] της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κομ</i>- του <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώ</i>- ([[πρβλ]]. [[βριμώ]], [[πειθώ]]). Το διπλό -<i>μμ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].<br /><b>(II)</b><br />(Α [[κομμῶ]], -όω) [[κομμώ]] (Ι)]<br />καλλιεπώ, [[χρησιμοποιώ]] ρητορικά σχήματα στον λόγο μου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 13 June 2022
English (LSJ)
οῦς, ἡ, A priestess who adorned the seated statue of Athena on the Acropolis of Athens, AB273.
German (Pape)
[Seite 1479] οῦς, ἡ, die Schmückende, nach B. A. 273, 6 ἡ κοσμοῦσα τὸ ἕδος τῆς Ἀθηνᾶς ἱέρεια.
Greek (Liddell-Scott)
κομμώ: -οῦς, ἡ, κομμώτρια, Α. Β. 273.
Greek Monolingual
(I)
κομμώ, οῦς, ἡ (Α)
η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομ- του κομῶ «φροντίζω» + κατάλ. -ώ- (πρβλ. βριμώ, πειθώ). Το διπλό -μμ- οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
(II)
(Α κομμῶ, -όω) κομμώ (Ι)]
καλλιεπώ, χρησιμοποιώ ρητορικά σχήματα στον λόγο μου
αρχ.
κοσμώ, καλλωπίζω.