κτήνος: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χτήνος]], το (AM [[κτῆνος]], Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)<br />ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ [[ἄλλο]] τι [[κτῆνος]] τὸ πῡρ διαπεφευγός», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ [[ἴδιον]] [[κτῆνος]] ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>υβριστ.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] κανένα ευγενές [[κίνητρο]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[σκληρός]], [[κακοήθης]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κτήνη</i>, -<i>εα</i><br />αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα [[πάντα]] τρισχίλια ἔθυσε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κτή</i>-<i>θην</i> παθ. αόρ. του <i>κτῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[δάνος]], [[τέμενος]])].
|mltxt=και [[χτήνος]], το (AM [[κτῆνος]], Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)<br />ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ [[ἄλλο]] τι [[κτῆνος]] τὸ πῡρ διαπεφευγός», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ [[ἴδιον]] [[κτῆνος]] ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>υβριστ.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] κανένα ευγενές [[κίνητρο]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[σκληρός]], [[κακοήθης]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κτήνη</i>, -<i>εα</i><br />αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα [[πάντα]] τρισχίλια ἔθυσε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κτή</i>-<i>θην</i> παθ. αόρ. του <i>κτῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[δάνος]], [[τέμενος]])].
}}
}}

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)
ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν.
β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) υβριστ. άνθρωπος χωρίς κανένα ευγενές κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος, σκληρός, κακοήθης, απάνθρωπος
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ κτήνη, -εα
αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. -κτή-θην παθ. αόρ. του κτῶμαι) + επίθημα -νος (πρβλ. δάνος, τέμενος)].