μελίρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελίρρῠτος:''' струящий мед, текущий медом ([[κρῆναι]] Plat.). | |elrutext='''μελίρρῠτος:''' [[струящий мед]], [[текущий медом]] ([[κρῆναι]] Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[honey]]-[[flowing]], Plat. | |mdlsjtxt=μελίρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[honey]]-[[flowing]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, = μελίρροος (flowing with honey), κρῆναι Pl. Ion 534b.
Greek (Liddell-Scott)
μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («φωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, αλίρρυτος].
Greek Monotonic
μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μελίρρῠτος: струящий мед, текущий медом (κρῆναι Plat.).