ενεγκείν: Difference between revisions

From LSJ

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνεγκεῖν (Α)<br />απρμφ. αόρ. του [[φέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>enek</i>, [[τότε]] η ετεροιωμένη [[μορφή]] <i>enok</i>- (με [[αττικό]] αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. <i>εν</i>-<i>ήνοχ</i>-<i>α</i>, ενώ η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>enk</i>, που μαρτυρείται παράλληλα [[προς]] την αρχική ([[πρβλ]]. <i>αλκ</i>-, στο <i>αλ</i>-<i>αλκ</i>-<i>είν</i>, και <i>αλεξ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αλεκ</i>-<i>σ</i>-) απαντά μόνο στον αναδιπλασιασμένο αόρ. <i>εν</i>-<i>εγκ</i>-<i>είν</i> ([[πρβλ]]. <i>αλ</i>-<i>αλκ</i>-<i>είν</i>), που λειτουργεί ως [[αόριστος]] του [[φέρω]], [[μολονότι]] κατ' άλλους το <i>εν</i> θεωρήθηκε [[πρόθεση]]. Από συμφυρμό τών <i>εγκ</i>- και <i>ενεκ</i>- προκύπτει θ. <i>ενεγκ</i>- που απαντά στον τ. <i>εν</i>-<i>ήνεγκ</i>-<i>ται</i>. Τέλος, οι ονοματικοί τύποι σε -<i>ηνεκές</i> ([[πρβλ]]. [[δουρηνεκής]], [[ποδηνεκής]]) εμφανίζουν πιθ. θ. <i>ενεκ</i>-, ενώ το -<i>η</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>ομ</i>-<i>ώνυμος</i>). Αν οι μονοσύλλαβες ρίζες <i>enk</i>-, <i>onk</i>-, <i>nek</i>-, <i>nok</i>- [[είναι]] μεταπτωτικές βαθμίδες της αρχικής δισύλλαβης <i>enek</i>-, οι ελληνικοί τύποι μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχους άλλων ΙΕ γλωσσών ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. παρακμ. <i>ā</i><i>n</i>-<i>amśa</i>, αρχ. ινδ. <i>t</i>-<i>ā</i><i>n</i>-<i>ac</i>, «ήρθα», λιθ. <i>neš</i>-<i>u</i>, αρχ. σλαβ. <i>nes</i>-<i>ο</i> «[[φέρνω]]», αρχ. ινδ. <i>naśati</i>, γοτθ. <i>ga</i>-<i>nah</i> «αρκεί», [[αλλά]] και λατ. <i>nancior</i>)].
|mltxt=ἐνεγκεῖν (Α)<br />απρμφ. αόρ. του [[φέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>enek</i>, [[τότε]] η ετεροιωμένη [[μορφή]] <i>enok</i>- (με [[αττικό]] αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. <i>εν</i>-<i>ήνοχ</i>-<i>α</i>, ενώ η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>enk</i>, που μαρτυρείται παράλληλα [[προς]] την αρχική ([[πρβλ]]. <i>αλκ</i>-, στο <i>αλ</i>-<i>αλκ</i>-<i>είν</i>, και <i>αλεξ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αλεκ</i>-<i>σ</i>-) απαντά μόνο στον αναδιπλασιασμένο αόρ. <i>εν</i>-<i>εγκ</i>-<i>είν</i> ([[πρβλ]]. <i>αλ</i>-<i>αλκ</i>-<i>είν</i>), που λειτουργεί ως [[αόριστος]] του [[φέρω]], [[μολονότι]] κατ' άλλους το <i>εν</i> θεωρήθηκε [[πρόθεση]]. Από συμφυρμό τών <i>εγκ</i>- και <i>ενεκ</i>- προκύπτει θ. <i>ενεγκ</i>- που απαντά στον τ. <i>εν</i>-<i>ήνεγκ</i>-<i>ται</i>. Τέλος, οι ονοματικοί τύποι σε -<i>ηνεκές</i> ([[πρβλ]]. [[δουρηνεκής]], [[ποδηνεκής]]) εμφανίζουν πιθ. θ. <i>ενεκ</i>-, ενώ το -<i>η</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[ομώνυμος]]). Αν οι μονοσύλλαβες ρίζες <i>enk</i>-, <i>onk</i>-, <i>nek</i>-, <i>nok</i>- [[είναι]] μεταπτωτικές βαθμίδες της αρχικής δισύλλαβης <i>enek</i>-, οι ελληνικοί τύποι μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχους άλλων ΙΕ γλωσσών ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. παρακμ. <i>ā</i><i>n</i>-<i>amśa</i>, αρχ. ινδ. <i>t</i>-<i>ā</i><i>n</i>-<i>ac</i>, «ήρθα», λιθ. <i>neš</i>-<i>u</i>, αρχ. σλαβ. <i>nes</i>-<i>ο</i> «[[φέρνω]]», αρχ. ινδ. <i>naśati</i>, γοτθ. <i>ga</i>-<i>nah</i> «αρκεί», [[αλλά]] και λατ. <i>nancior</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 13 May 2023

Greek Monolingual

ἐνεγκεῖν (Α)
απρμφ. αόρ. του φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή enok- (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν-ήνοχ-α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα enk, που μαρτυρείται παράλληλα προς την αρχική (πρβλ. αλκ-, στο αλ-αλκ-είν, και αλεξ- < αλεκ-σ-) απαντά μόνο στον αναδιπλασιασμένο αόρ. εν-εγκ-είν (πρβλ. αλ-αλκ-είν), που λειτουργεί ως αόριστος του φέρω, μολονότι κατ' άλλους το εν θεωρήθηκε πρόθεση. Από συμφυρμό τών εγκ- και ενεκ- προκύπτει θ. ενεγκ- που απαντά στον τ. εν-ήνεγκ-ται. Τέλος, οι ονοματικοί τύποι σε -ηνεκές (πρβλ. δουρηνεκής, ποδηνεκής) εμφανίζουν πιθ. θ. ενεκ-, ενώ το -η- οφείλεται σε επίδραση του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ομώνυμος). Αν οι μονοσύλλαβες ρίζες enk-, onk-, nek-, nok- είναι μεταπτωτικές βαθμίδες της αρχικής δισύλλαβης enek-, οι ελληνικοί τύποι μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχους άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. παρακμ. ān-amśa, αρχ. ινδ. t-ān-ac, «ήρθα», λιθ. neš-u, αρχ. σλαβ. nes-ο «φέρνω», αρχ. ινδ. naśati, γοτθ. ga-nah «αρκεί», αλλά και λατ. nancior)].