Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μικροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μικροκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει υπερβολικά μικρό [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικροκέφαλος]]<br />α) <b>ανθρωπολ.</b> [[άτομο]] που παρουσιάζει [[μικροκεφαλία]]<br />β) <b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ζώων, [[ιδίως]] εντόμων, με πολύ μικρό [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[ισοκέφαλος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μικροκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει υπερβολικά μικρό [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικροκέφαλος]]<br />α) <b>ανθρωπολ.</b> [[άτομο]] που παρουσιάζει [[μικροκεφαλία]]<br />β) <b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ζώων, [[ιδίως]] εντόμων, με πολύ μικρό [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[ισοκέφαλος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῑκροκέφᾰλος:''' обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.
|elrutext='''μῑκροκέφᾰλος:''' обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.
}}
}}

Revision as of 10:08, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροκέφᾰλος Medium diacritics: μικροκέφαλος Low diacritics: μικροκέφαλος Capitals: ΜΙΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: mikroképhalos Transliteration B: mikrokephalos Transliteration C: mikrokefalos Beta Code: mikroke/falos

English (LSJ)

ον, A small-headed, Arist.Pr.955b6: Comp., Id.Phgn.809b5: Sup., Id.Pr.955b5.

German (Pape)

[Seite 184] kleinköpfig, im comparat., Arist. physiogn. 5(809, b. 5).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροκέφᾰλος: -ον, ὁ μικρὰν ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μικροκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος
α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία
β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ισοκέφαλος.

Russian (Dvoretsky)

μῑκροκέφᾰλος: обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.