εὔκραιρος: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκραιρος]], -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[έμβολο]] («[[εὔκραιρος]] ναῡς», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κραίρα]] «[[άκρον]], [[κεφαλή]]», λ. [[συγγενής]] [[προς]] το [[κέρας]].
|mltxt=[[εὔκραιρος]], -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[έμβολο]] («[[εὔκραιρος]] ναῦς», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κραίρα]] «[[άκρον]], [[κεφαλή]]», λ. [[συγγενής]] [[προς]] το [[κέρας]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:00, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκραιρος Medium diacritics: εὔκραιρος Low diacritics: εύκραιρος Capitals: ΕΥΚΡΑΙΡΟΣ
Transliteration A: eúkrairos Transliteration B: eukrairos Transliteration C: eykrairos Beta Code: eu)/krairos

English (LSJ)

Ep. ἐϋκρ-, ον, also η, ον, (κραῖρα) A with fine horns, especially of oxen, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν h.Merc.209; εὐκραίρῳ βοΐ A.Supp.300. 2 of ships, with beautiful beak, Opp.H.2.516, Tryph.213.

German (Pape)

[Seite 1076] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; ναῦς, wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκραιρος: Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, ὡσαύτως, -α, -ον, (κραῖρα) ἔχων ὡραῖα κέρατα, εὔκερως. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰκραιρος;
ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κραῖρα.

Greek Monolingual

εὔκραιρος, -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», Αισχύλ.
β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)
2. (για πλοίο) αυτός που έχει ωραίο έμβολοεὔκραιρος ναῦς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραίρα «άκρον, κεφαλή», λ. συγγενής προς το κέρας.

Greek Monotonic

εὔκραιρος: Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον (κραῖρα), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

εὔκραιρος: эп. ἐΰκραιρος 2 κραῖρα ἡ = κέρας украшенный красивыми рогами (βοῦς HH, Aesch.).

Middle Liddell

κραῖρα
with fine horns, especially of oxen, Hhymn.