νηπιέη: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νηπιέη:''' ἡ (только dat. обоих чисел и acc. pl. [[νηπιάας]])<br /><b class="num">1)</b> младенчество, детство: ἐν νηπιέῃ Hom. в дни детства;<br /><b class="num">2)</b> детская забава, ребячество: [[νηπιάας]] ὀχέειν Hom. по-детски шалить, ребячиться; νηπιέῃσιν Hom. по-детски, ребячески.
|elrutext='''νηπιέη:''' ἡ (только dat. обоих чисел и acc. pl. [[νηπιάας]])<br /><b class="num">1)</b> [[младенчество]], [[детство]]: ἐν νηπιέῃ Hom. в дни детства;<br /><b class="num">2)</b> детская забава, ребячество: [[νηπιάας]] ὀχέειν Hom. по-детски шалить, ребячиться; νηπιέῃσιν Hom. по-детски, ребячески.
}}
}}

Revision as of 18:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐέη Medium diacritics: νηπιέη Low diacritics: νηπιέη Capitals: ΝΗΠΙΕΗ
Transliteration A: nēpiéē Transliteration B: nēpieē Transliteration C: nipiei Beta Code: nhpie/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. form for *νηπιίη, (νήπιος) A childhood, childishness, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Il.9.491: in plural, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας (for Νηπιίας) ὀχέειν Od.1.297; ἐπεὶ… ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν in childish fashion, Il.15.363; ἡγήσατο νηπιέῃσι led them in his folly, Od.24.469.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιέη: ἴδε νηπιάα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bas âge, première enfance;
2 puérilité, enfantillage.
Étymologie: νήπιος.

English (Autenrieth)

(νήπιος), acc. pl. νηπιάᾶς: infancy, childhood, helplessness of childhood, Il. 9.491; pl., childish thoughts.

Greek Monolingual

νηπιέη και νηπιάα, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. η ηλικία του νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» — δεν πρέπει να φέρεσαι με παιδαριώδεις τρόπους, Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) νηπιέησιν
με παιδαριώδη τρόπο («ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῇσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -έη, κατά το ηνορέη. Ο τ. της αιτ. πληθ. νηπιάας οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

νηπιέη: βλ. νηπιάα.

Russian (Dvoretsky)

νηπιέη: ἡ (только dat. обоих чисел и acc. pl. νηπιάας)
1) младенчество, детство: ἐν νηπιέῃ Hom. в дни детства;
2) детская забава, ребячество: νηπιάας ὀχέειν Hom. по-детски шалить, ребячиться; νηπιέῃσιν Hom. по-детски, ребячески.