τελετάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[τελετάρχις]], -ιδος, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διευθύνει [[τελετή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρυτής]] μυστηρίων, ο [[πρώτος]] [[ιεροτελεστής]], ο [[μυσταγωγός]] («θιάσου νομίου τελετάρχα», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ τελετάρχαι</i><br />[[τάξη]] θείων όντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελετή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[τελετάρχις]], -ιδος, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διευθύνει [[τελετή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρυτής]] μυστηρίων, ο [[πρώτος]] [[ιεροτελεστής]], ο [[μυσταγωγός]] («θιάσου νομίου τελετάρχα», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ τελετάρχαι</i><br />[[τάξη]] θείων όντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελετή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> ([[πρβλ]]. [[νομάρχης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, A founder of mysteries, Orph.H. 54, etc. 2 in plural, an order of divine beings who bring initial and final terms into relation, Dam.Pr.96, al., cf. 277.
German (Pape)
[Seite 1086] ὁ, Urheber der Weihe, Orph.
Greek (Liddell-Scott)
τελετάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἱδρυτὴς τῶν μυστηρίων, Ὀρφ. Ὕμν. 51, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. τελετάρχις, -ιδος, ΜΑ
νεοελλ.
αυτός που διευθύνει τελετή
μσν.-αρχ.
1. ιδρυτής μυστηρίων, ο πρώτος ιεροτελεστής, ο μυσταγωγός («θιάσου νομίου τελετάρχα», Ορφ. Ύμν.)
2. στον πληθ. οἱ τελετάρχαι
τάξη θείων όντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + -άρχης (πρβλ. νομάρχης)].