σωματοφύλαξ: Difference between revisions
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatofylaks | |Transliteration C=somatofylaks | ||
|Beta Code=swmatofu/lac | |Beta Code=swmatofu/lac | ||
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, | |Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[bodyguard]], Sammelb.3941.5 (ii B.C.), <span class="bibl">Plb.15.32.6</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">Vit.</span>18</span>, Gal.14.624: in plural, <span class="bibl">Plb.8.20.8</span>, al., <span class="bibl">LXX <span class="title">Ju.</span>12.7</span>, <span class="bibl">D.S.34.2</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>1.6.5</span>, <span class="bibl">Hdn.4.13.1</span>: as adjective, [[protecting the body]], φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας <span class="title">PMag.Lond.</span> 121.597. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:24, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, bodyguard, Sammelb.3941.5 (ii B.C.), Plb.15.32.6, J.Vit.18, Gal.14.624: in plural, Plb.8.20.8, al., LXX Ju.12.7, D.S.34.2, Arr.An.1.6.5, Hdn.4.13.1: as adjective, protecting the body, φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας PMag.Lond. 121.597.
German (Pape)
[Seite 1060] ακος, ὁ, Leibwächter, Leibwache; Ar. An. 1, 6, 8; Hdn. 4, 13, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ τοῦ σώματος τινος, ὁ τὸ σῶμα φυλάσσων τοῦ βασιλέως, φύλαξ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, δορυφόρος, Γαλην. - ἐν τῷ πληθ., Διοδ. Ἐκλογ. 529. 53, Ἀρρ. Ἀν. 1. 6, 5, Ἡρῳδιαν. 4. 13.
Spanish
Greek Monolingual
ο σωματοφύλακας / σωματοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ
άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῖς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ
γ. «τότε δὲ σωματοφύλαξ ὑπάρχων μάλιστα προσεῖχε τῷ βασιλεῑ», Πολ.)
αρχ.
ως επίθ. αυτός που προστατεύει το σώμα από κάποιο κακό («φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φύλαξ, -αχος].
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτοφύλαξ: ακος (ῠ) ὁ телохранитель Diod., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωμᾰτοφύλαξ -κος, ὁ [σῶμα, φύλαξ] lijfwacht, bodyguard.