ἐνοφθαλμισμός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "dist." to "distinct") |
m (Text replacement - "‘([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)’" to "‘$1’") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> agr. [[injerto]] esp. [[injerto de yema]] φυτεία δέ τις καὶ ὁ ἐ., οὐ μόνον παράταξις Thphr.<i>CP</i> 1.6.1, cf. Plu.2.640b, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.119, distinct de [[ἐγκεντρισμός]] | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> agr. [[injerto]] esp. [[injerto de yema]] φυτεία δέ τις καὶ ὁ ἐ., οὐ μόνον παράταξις Thphr.<i>CP</i> 1.6.1, cf. Plu.2.640b, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.119, distinct de [[ἐγκεντρισμός]] ‘[[injerto de púa]]’ y [[ἐμφυλλισμός]] ‘[[injerto de aproximación]]’ <i>Gp</i>.10.75.1, cf. <i>Anecd.Plant</i>.2.3.<br /><b class="num">2</b> plu. [[visiones]] ἐνοφθαλμισμῶν· θεαμάτων Phot.ε 1005, Sud. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:55, 22 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A budding, Gp.10.77.1: pl., Thphr.CP1.6.1,2, Plu.2.640b.
German (Pape)
[Seite 851] ὁ, Inokulation; Theophr.; Plut. Symp. 2, 6, 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
inoculation, greffe.
Étymologie: ἐν, ὀφθαλμός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 agr. injerto esp. injerto de yema φυτεία δέ τις καὶ ὁ ἐ., οὐ μόνον παράταξις Thphr.CP 1.6.1, cf. Plu.2.640b, Clem.Al.Strom.6.15.119, distinct de ἐγκεντρισμός ‘injerto de púa’ y ἐμφυλλισμός ‘injerto de aproximación’ Gp.10.75.1, cf. Anecd.Plant.2.3.
2 plu. visiones ἐνοφθαλμισμῶν· θεαμάτων Phot.ε 1005, Sud.
Greek Monolingual
ο (AM ἐνοφθαλμισμός) ενοφθαλμίζω
εμβολιασμός, εγκεντρισμός δέντρου ή άλλου φυτού
νεοελλ.
η εισαγωγή στον οργανισμό ζωντανού μικροβίου ή ιού για θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.
θέαμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνοφθαλμισμός: ὁ с.-х. прививка (δένδρα πεποικιλμένα τοῖς ἐνοφθαλμισμοῖς Plut.).