τυμβογέρων: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tymvogeron | |Transliteration C=tymvogeron | ||
|Beta Code=tumboge/rwn | |Beta Code=tumboge/rwn | ||
|Definition=οντος, ὁ, [[old man on the edge of the grave]], Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11 | |Definition=οντος, ὁ, [[old man with one foot in the grave]], [[old man on the edge of the grave]], Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11 | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:11, 5 November 2021
English (LSJ)
οντος, ὁ, old man with one foot in the grave, old man on the edge of the grave, Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11
Greek (Liddell-Scott)
τυμβογέρων: ὁ, ἐσχατογήρως, παραγεγηρακὼς καὶ οὕτως εἰπεῖν ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐν τῷ τάφῳ, ἐξεστηκὼς ὑπὸ γήρως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 311b, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)].