γίγγρας: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=gi/ggras | |Beta Code=gi/ggras | ||
|Definition=ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[small]] [[Phoenician]] [[flute]] or [[fife]], of a [[high]] [[pitch]] and [[plaintive]] [[tone]], Amphis14 (from [[Γίγγρης]], [[Phoenician]] [[name]] for [[Adonis]], Ath.4.174f):—also [[γίγγρος]] [[αὐλός]] Antiph.108, Men.259: [[γίγγρον]], Hsch.<br><span class="bld">2</span> its [[music]], TryphoFr.109 V.; [[dance]] to its [[tune]], Poll.4.102. | |Definition=ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[small]] [[Phoenician]] [[flute]] or [[fife]], of a [[high]] [[pitch]] and [[plaintive]] [[tone]], Amphis14 (from [[Γίγγρης]], [[Phoenician]] [[name]] for [[Adonis]], Ath.4.174f):—also [[γίγγρος]] [[αὐλός]] Antiph.108, Men.259: [[γίγγρον]], Hsch.<br><span class="bld">2</span> its [[music]], TryphoFr.109 V.; [[dance]] to its [[tune]], Poll.4.102. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br />mús.<br /><b class="num">1</b> [[flauta fenicia]] pequeña, de sonido débil, agudo y lastimero, Amphis 14.1, propia para el canto fúnebre, Poll.4.76, cf. Phot.γ 116.<br /><b class="num">2</b> [[música de flauta fenicia]] Trypho <i>Fr</i>.109, Phot.l.c.<br /><b class="num">3</b> [[danza con acompañamiento de flauta fenicia]] Poll.4.102. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γίγγρας''': -ου, ὁ, μικρὸς Φοινικικὸς αὐλὸς ὀξεῖαν ἔχων φωνὴν καὶ θρηνώδη, Ἄμφις Διθ. 1· [[ὡσαύτως]] γίγγρος αὐλὸς Ἀντιφ. Ἰατρ. 2, Μένανδ. Καρ. 1· πρβλ. Ἀθήν. 174 F. 2) ἡ [[μουσικὴ]] ἡ διὰ τοιοῦτον αὐλόν, ὁ αὐτ. 618C · χορὸς πρὸς τὸν ἦχον τοῦ αὐλοῦ τούτου, Πολυδ. Δ΄, 102. (Πρβλ. Λατ. gingrire, gingritus). | |lstext='''γίγγρας''': -ου, ὁ, μικρὸς Φοινικικὸς αὐλὸς ὀξεῖαν ἔχων φωνὴν καὶ θρηνώδη, Ἄμφις Διθ. 1· [[ὡσαύτως]] γίγγρος αὐλὸς Ἀντιφ. Ἰατρ. 2, Μένανδ. Καρ. 1· πρβλ. Ἀθήν. 174 F. 2) ἡ [[μουσικὴ]] ἡ διὰ τοιοῦτον αὐλόν, ὁ αὐτ. 618C · χορὸς πρὸς τὸν ἦχον τοῦ αὐλοῦ τούτου, Πολυδ. Δ΄, 102. (Πρβλ. Λατ. gingrire, gingritus). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γίγγρας]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[φοινικικός]] [[αυλός]] ή [[φλογέρα]] που παράγει οξείς και λυπητερούς τόνους<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] του οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[γίγγρος]]). | |mltxt=[[γίγγρας]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[φοινικικός]] [[αυλός]] ή [[φλογέρα]] που παράγει οξείς και λυπητερούς τόνους<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] του οργάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[γίγγρος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ,
A small Phoenician flute or fife, of a high pitch and plaintive tone, Amphis14 (from Γίγγρης, Phoenician name for Adonis, Ath.4.174f):—also γίγγρος αὐλός Antiph.108, Men.259: γίγγρον, Hsch.
2 its music, TryphoFr.109 V.; dance to its tune, Poll.4.102.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
mús.
1 flauta fenicia pequeña, de sonido débil, agudo y lastimero, Amphis 14.1, propia para el canto fúnebre, Poll.4.76, cf. Phot.γ 116.
2 música de flauta fenicia Trypho Fr.109, Phot.l.c.
3 danza con acompañamiento de flauta fenicia Poll.4.102.
German (Pape)
[Seite 491] αντος, ὁ, auch γίγγρος, ὁ, u. γίγγρα, ἡ, 1) eine kurze phönizische Flöte mit klagendem Tone, Poll. 4, 76; Ath. IV, 174 e mit Bspl. aus com., vgl. bes. Amphis. – 2) das Spielen auf dieser Flöte, Ath. XIV, 618 c. – 3) ein damit begleiteter Tanz, Poll. 4, 102.
Greek (Liddell-Scott)
γίγγρας: -ου, ὁ, μικρὸς Φοινικικὸς αὐλὸς ὀξεῖαν ἔχων φωνὴν καὶ θρηνώδη, Ἄμφις Διθ. 1· ὡσαύτως γίγγρος αὐλὸς Ἀντιφ. Ἰατρ. 2, Μένανδ. Καρ. 1· πρβλ. Ἀθήν. 174 F. 2) ἡ μουσικὴ ἡ διὰ τοιοῦτον αὐλόν, ὁ αὐτ. 618C · χορὸς πρὸς τὸν ἦχον τοῦ αὐλοῦ τούτου, Πολυδ. Δ΄, 102. (Πρβλ. Λατ. gingrire, gingritus).
Greek Monolingual
γίγγρας, ο (Α)
1. μικρός φοινικικός αυλός ή φλογέρα που παράγει οξείς και λυπητερούς τόνους
2. ο ήχος του οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του γίγγρος).