σάρος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν [[σάρον]], Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας [[σάρον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0864.png Seite 864]] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν [[σάρον]], Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας [[σάρον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. [[σαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάρος''': ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς [[κύκλος]] ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ἴδε Schmidl.)· [[ὡσαύτως]], [[κύκλος]] 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.
|lstext='''σάρος''': ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς [[κύκλος]] ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ἴδε Schmidl.)· [[ὡσαύτως]], [[κύκλος]] 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. [[σαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:48, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρος Medium diacritics: σάρος Low diacritics: σάρος Capitals: ΣΑΡΟΣ
Transliteration A: sáros Transliteration B: saros Transliteration C: saros Beta Code: sa/ros

English (LSJ)

or σαρός, ὁ, a Babylonian A cycle of years (3600), Abyd.1, cf. Hsch. 2 Babylonian cycle of 222 months, Suid.

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν σάρον, Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας σάρον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
balai.
Étymologie: R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. σαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

σάρος: ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς κύκλος ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. (ἔνθα ἴδε Schmidl.)· ὡσαύτως, κύκλος 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σαρός και σαιρός Α
νεοελλ.
αστρον. περίοδος 18 ετών και 11, 3 περίπου ημερών, κατά το τέλος της οποίας η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και η γραμμή τών δεσμών της επανέρχονται στις ίδιες σχετικές μεταξύ τους θέσεις και αποστάσεις και αρχίζει να επαναλαμβάνεται ο κύκλος τών ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων
αρχ.
1. χαλδαϊκός κύκλος 3.600 ετών
2. χαλδαϊκός κύκλος 222 μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακκαδ. shāru (πρβλ. αγγλ. saros)].

Russian (Dvoretsky)

σάρος: (ᾰ), v.l. σᾰρός ὁ σαίρω метла, веник Plut., Anth.