νηκηδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νηκηδής:''' беззаботный, безмятежный ([[ὕπνος]] Plat. - [[varia lectio|v.l.]] ἐνὶ κήδει).
|elrutext='''νηκηδής:''' [[беззаботный]], [[безмятежный]] ([[ὕπνος]] Plat. - [[varia lectio|v.l.]] ἐνὶ κήδει).
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκηδής Medium diacritics: νηκηδής Low diacritics: νηκηδής Capitals: ΝΗΚΗΔΗΣ
Transliteration A: nēkēdḗs Transliteration B: nēkēdēs Transliteration C: nikidis Beta Code: nhkhdh/s

English (LSJ)

ές, A careless, f.l. in Epic. ap. Pl.Smp.197c.

Greek (Liddell-Scott)

νηκηδής: -ές, ἄφροντις, ἀμέριμνος, οὗτός (δηλ. ὁ Ἔρως) ἐστιν ὁ ποιῶν, ‘εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην, νηνεμίαν ἀνέμων, κοίτῃ δὲ ὕπνον νηκηδῆ’ Ποιητ. ἀνώνυμ. ἐν Πλάτ. Συμ. 197C.

Greek Monolingual

νηκηδής, -ές (Α)
ο χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος, αμέριμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κηδής (< κήδος «φροντίδα»), πρβλ. α-κηδής].

Russian (Dvoretsky)

νηκηδής: беззаботный, безмятежный (ὕπνος Plat. - v.l. ἐνὶ κήδει).