στέρημα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sterima | |Transliteration C=sterima | ||
|Beta Code=ste/rhma | |Beta Code=ste/rhma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is taken away]], <b class="b3">ναὸς σ.</b> [[falsa lectio|f.l.]] (variously emended) in S.''Fr.''241.<br><span class="bld">II</span> = [[στέρησις]], Ps.-Callisth.2.43. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is taken away, ναὸς σ. f.l. (variously emended) in S.Fr.241.
II = στέρησις, Ps.-Callisth.2.43.
German (Pape)
[Seite 937] τό, das Geraubte; Soph. fr. 227; M. Ant. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
στέρημα: τό, (στερέω) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στερώ
1. καθετί που στερείται κανείς
2. στέρηση
αρχ.
καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον.