ὑψίπυλος: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑψίπῠλος:''' высоковратный ([[Θήβη]], [[Τροίη]] Hom.; δόμοι Eur.). | |elrutext='''ὑψίπῠλος:''' [[высоковратный]] ([[Θήβη]], [[Τροίη]] Hom.; δόμοι Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-πῠλος, ον, [[πύλη]]<br />with [[high]] gates, Il., Eur. | |mdlsjtxt=ὑψί-πῠλος, ον, [[πύλη]]<br />with [[high]] gates, Il., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with high gates, Il.6.416, 16.698, E.HF1030 (lyr.), B.8.46.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς πύλας, Ἰλ. Ζ. 416, 698· κλῇθρα ὑψιπύλων δόμων Εὐρ. Ἡρακλ. 1030.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux portes élevées.
Étymologie: ὕψι, πύλη.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, Α
(στον Όμ.) (ως επίθετο της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.
β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ-πυλος].
Greek Monotonic
ὑψίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπῠλος: высоковратный (Θήβη, Τροίη Hom.; δόμοι Eur.).