θυμιατήριο: Difference between revisions
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και θυμιατήρι και [[θυμιατερό]] και θυμιατό, το<br />(ΑΜ [[θυμιατήριον]] και Α ιων. τ. [[θυμιητήριον]]) [[θυμιώ]]<br />[[σκεύος]] στο οποίο καίγεται [[θυμίαμα]], θυμιατό, λιβανιστήρι<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκεύος]] που χρησιμοποιείται για [[θυμίαση]] του εικονοστασίου τών σπιτιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοχείο]] για [[κάπνισμα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] του αστερισμού Βωμός. | |mltxt=και [[θυμιατήρι]] και [[θυμιατερό]] και [[θυμιατό]], το<br />(ΑΜ [[θυμιατήριον]] και Α ιων. τ. [[θυμιητήριον]]) [[θυμιώ]]<br />[[σκεύος]] στο οποίο καίγεται [[θυμίαμα]], θυμιατό, λιβανιστήρι<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκεύος]] που χρησιμοποιείται για [[θυμίαση]] του εικονοστασίου τών σπιτιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοχείο]] για [[κάπνισμα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] του αστερισμού Βωμός. | ||
}} | }} | ||
==Translations== | ==Translations== | ||
Aghwan: 𐔱𐕒𐕁𐕛𐔰𐕙; Arabic: مَبْخَرَة; Egyptian Arabic: مبخرة; Armenian: բուրվառ; Bulgarian: кади́лница; Catalan: encenser, peveter, turíbul; Chinese Mandarin: 香爐, 香炉; Czech: kadidelnice; Finnish: suitsutusastia, kadilo; French: encensoir; Galician: incensario, botafumeiro, turíbulo; Georgian: საცეცხლური; German: [[Duftrauchbrenner]], [[Weihrauchschwenker]]; Greek: [[θυμιατό]], [[θυμιατήρι]], [[θυμιατήριο]]; Ancient Greek: [[θυμιαστήριον]], [[θυμιατήρ]], [[θυμίατρον]], [[θυμιατρίς]], [[θυμιητήριον]], [[θυμιατήριον]], [[θυίσκη]]; Gujarati: ધૂપિયું; Italian: [[turibolo]], [[incensiere]]; Japanese: 香炉; Korean: 향로; Latin: | Aghwan: 𐔱𐕒𐕁𐕛𐔰𐕙; Arabic: مَبْخَرَة; Egyptian Arabic: مبخرة; Armenian: բուրվառ; Bulgarian: кади́лница; Catalan: encenser, peveter, turíbul; Chinese Mandarin: 香爐, 香炉; Czech: kadidelnice; Finnish: suitsutusastia, kadilo; French: encensoir; Galician: incensario, botafumeiro, turíbulo; Georgian: საცეცხლური; German: [[Duftrauchbrenner]], [[Weihrauchschwenker]]; Greek: [[θυμιατό]], [[θυμιατήρι]], [[θυμιατήριο]], [[θυμιατερό]], [[λιβανιστήρι]]; Ancient Greek: [[θυμιαστήριον]], [[θυμιατήρ]], [[θυμίατρον]], [[θυμιατρίς]], [[θυμιητήριον]], [[θυμιατήριον]], [[θυΐσκη]], [[θυΐσκος]], [[θύσκη]], [[θυίσκη]], [[θύσκος]], [[θύκος]]; Gujarati: ધૂપિયું; Italian: [[turibolo]], [[incensiere]]; Japanese: 香炉; Korean: 향로; Latin: [[turibulum]]; Maltese: ċensier; Maori: oko tahu kakara; Polish: kadzidło; Portuguese: turíbulo, incensário; Russian: [[кадило]], [[курильница]], [[кадильница]]; Slovene: kadílnica; Spanish: [[incensario]], [[botafumeiro]], [[turíbulo]], [[pebetero]], [[turífero]]; Tagalog: dupaan, insensaryo; Ukrainian: кади́ло, кади́льниця; Vietnamese: lư hương; Yup'ik: katilaq |
Revision as of 10:18, 25 January 2022
Greek Monolingual
και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το
(ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) θυμιώ
σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι
νεοελλ.
σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση του εικονοστασίου τών σπιτιών
αρχ.
1. δοχείο για κάπνισμα
2. ονομασία του αστερισμού Βωμός.
Translations
Aghwan: 𐔱𐕒𐕁𐕛𐔰𐕙; Arabic: مَبْخَرَة; Egyptian Arabic: مبخرة; Armenian: բուրվառ; Bulgarian: кади́лница; Catalan: encenser, peveter, turíbul; Chinese Mandarin: 香爐, 香炉; Czech: kadidelnice; Finnish: suitsutusastia, kadilo; French: encensoir; Galician: incensario, botafumeiro, turíbulo; Georgian: საცეცხლური; German: Duftrauchbrenner, Weihrauchschwenker; Greek: θυμιατό, θυμιατήρι, θυμιατήριο, θυμιατερό, λιβανιστήρι; Ancient Greek: θυμιαστήριον, θυμιατήρ, θυμίατρον, θυμιατρίς, θυμιητήριον, θυμιατήριον, θυΐσκη, θυΐσκος, θύσκη, θυίσκη, θύσκος, θύκος; Gujarati: ધૂપિયું; Italian: turibolo, incensiere; Japanese: 香炉; Korean: 향로; Latin: turibulum; Maltese: ċensier; Maori: oko tahu kakara; Polish: kadzidło; Portuguese: turíbulo, incensário; Russian: кадило, курильница, кадильница; Slovene: kadílnica; Spanish: incensario, botafumeiro, turíbulo, pebetero, turífero; Tagalog: dupaan, insensaryo; Ukrainian: кади́ло, кади́льниця; Vietnamese: lư hương; Yup'ik: katilaq