τρισκοπάνιστος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triskopanistos
|Transliteration C=triskopanistos
|Beta Code=triskopa/nistos
|Beta Code=triskopa/nistos
|Definition=[ᾰ], ον, [[thrice-struck]] or [[thrice-stamped]], [[ἄρτος]] τρισκοπάνιστος = [[thrice-kneaded]], i.e. [[fine]], [[bread]], Batr.35.
|Definition=[ᾰ], ον, [[thrice-struck]], [[thrice-kneaded]] or [[thrice-stamped]], [[ἄρτος]] τρισκοπάνιστος = [[thrice-kneaded]], i.e. [[fine]], [[bread]], Batr.35.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-κοπᾰ́νιστος, ον,<br />[[thrice]]-kneaded, Batr.
|mdlsjtxt=τρισκοπᾰ́νιστος, ον,<br />[[thrice]]-[[knead]]ed, Batr.
}}
}}

Revision as of 18:58, 13 March 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκοπᾰ́νιστος Medium diacritics: τρισκοπάνιστος Low diacritics: τρισκοπάνιστος Capitals: ΤΡΙΣΚΟΠΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: triskopánistos Transliteration B: triskopanistos Transliteration C: triskopanistos Beta Code: triskopa/nistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, thrice-struck, thrice-kneaded or thrice-stamped, ἄρτος τρισκοπάνιστος = thrice-kneaded, i.e. fine, bread, Batr.35.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «ἄρτος τρισκοπάνιστος» — ψωμί από πολύ λεπτό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + κοπανιστός (< κοπανίζω)].

Greek Monotonic

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, κοπανημένος τρεις φορές, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκοπάνιστος: трижды молотый, т. е. из муки тончайшего помола Batr.

Middle Liddell

τρισκοπᾰ́νιστος, ον,
thrice-kneaded, Batr.