μεταμόρφωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] ἡ, das Umgestalten, die Verwandlung in eine andere Gestalt, Luc. Halc. 1 de salt. 57.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] ἡ, das Umgestalten, die Verwandlung in eine andere Gestalt, Luc. Halc. 1 de salt. 57.
}}
{{bailly
|btext=[[transformation]], [[métamorphose]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταμορφόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμόρφωσις''': ἡ, ἡ μεταβολὴ μορφῆς, [[ἀλλοίωσις]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 57, Ἁλκ. 1. ΙΙ. ἡ [[μεταμόρφωσις]] τοῦ Σωτῆρος, Ὠριγέν. Ι, 944Β, κτλ., Εὐσέβ. VI, 840C. 2) ἡ ἑορτὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος θεσπισθεῖσα ὑπὸ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, Ἀναστ. Καισ. 525Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 22, 10, Κουροπ. 81, 15, Ὡρολόγ. Αὐγ. 6.
|lstext='''μεταμόρφωσις''': ἡ, ἡ μεταβολὴ μορφῆς, [[ἀλλοίωσις]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 57, Ἁλκ. 1. ΙΙ. ἡ [[μεταμόρφωσις]] τοῦ Σωτῆρος, Ὠριγέν. Ι, 944Β, κτλ., Εὐσέβ. VI, 840C. 2) ἡ ἑορτὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος θεσπισθεῖσα ὑπὸ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, Ἀναστ. Καισ. 525Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 22, 10, Κουροπ. 81, 15, Ὡρολόγ. Αὐγ. 6.
}}
{{bailly
|btext=[[transformation]], [[métamorphose]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταμορφόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμόρφωσις Medium diacritics: μεταμόρφωσις Low diacritics: μεταμόρφωσις Capitals: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ
Transliteration A: metamórphōsis Transliteration B: metamorphōsis Transliteration C: metamorfosis Beta Code: metamo/rfwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, transformation, Str.1.2.11 (pl.), Hierocl.p.21 A., Luc.Salt.57, Halc.1 tit., Gal.5.193, App.BC4.42, Ant. Diog.13 (pl.); τούτοις (sc. φυτοῖς) ἐμφύεται ψυχὴ κατὰ τὴν μ. Porph.Abst.1.6; μεταμορφώσεων συναγωγή, title of work by Antoninus Liberalis.

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, das Umgestalten, die Verwandlung in eine andere Gestalt, Luc. Halc. 1 de salt. 57.

French (Bailly abrégé)

transformation, métamorphose.
Étymologie: μεταμορφόω.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμόρφωσις: ἡ, ἡ μεταβολὴ μορφῆς, ἀλλοίωσις, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 57, Ἁλκ. 1. ΙΙ. ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ὠριγέν. Ι, 944Β, κτλ., Εὐσέβ. VI, 840C. 2) ἡ ἑορτὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος θεσπισθεῖσα ὑπὸ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, Ἀναστ. Καισ. 525Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 22, 10, Κουροπ. 81, 15, Ὡρολόγ. Αὐγ. 6.

Greek Monotonic

μεταμόρφωσις: ἡ, μετατροπή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταμόρφωσις: εως ἡ превращение, преображение Luc.

Middle Liddell

μεταμόρφωσις, ιος, ἡ, [from μεταμορφόω
a transformation, Luc.