Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥιπίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ῥιπίδιον]], ΝΜΑ [[ῥιπίς]], -[[ίδος]]]<br />[[βεντάλια]] από [[ψαθί]], ύφασμα, [[χαρτί]] ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] κυματώδους ταξιανθίας<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ριπίδια</i><br />οι πρώτοι νομείς [[προς]] την [[πλώρη]] ξύλινου πλοίου, που [[μαζί]] με τους παραστάτες αποτελούν την [[κυρίως]] λεγόμενη [[πλώρη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αλλουβιακό [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> [[ιζηματογενής]] [[σχηματισμός]] που δημιουργείται στο [[στόμιο]] φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το [[φορτίο]] τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε [[σχήμα]] ριπιδίου<br />β) «βραχώδες [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> ριπιδοειδούς σχήματος [[επιφάνεια]] του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους<br />γ) «υποθαλάσσιο [[ριπίδιο]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[συσσώρευση]] χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών || (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> λειτουργικό [[σκεύος]] τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, το οποίο μετακινούσαν [[πάνω]] από τα Τίμια Δώρα οι διάκονοι για την [[εκδίωξη]] εντόμων<br /><b>2.</b> μετάλλινα τυποποιημένα ομοιώματα τών [[σεραφείμ]], εξαπτέρυγα.
|mltxt=το / [[ῥιπίδιον]], ΝΜΑ [[ῥιπίς]], ῥιπίδος<br />[[βεντάλια]] από [[ψαθί]], ύφασμα, [[χαρτί]] ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] κυματώδους ταξιανθίας<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ριπίδια</i><br />οι πρώτοι νομείς [[προς]] την [[πλώρη]] ξύλινου πλοίου, που [[μαζί]] με τους παραστάτες αποτελούν την [[κυρίως]] λεγόμενη [[πλώρη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αλλουβιακό [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> [[ιζηματογενής]] [[σχηματισμός]] που δημιουργείται στο [[στόμιο]] φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το [[φορτίο]] τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε [[σχήμα]] ριπιδίου<br />β) «βραχώδες [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> ριπιδοειδούς σχήματος [[επιφάνεια]] του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους<br />γ) «υποθαλάσσιο [[ριπίδιο]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[συσσώρευση]] χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών || (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> λειτουργικό [[σκεύος]] τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, το οποίο μετακινούσαν [[πάνω]] από τα Τίμια Δώρα οι διάκονοι για την [[εκδίωξη]] εντόμων<br /><b>2.</b> μετάλλινα τυποποιημένα ομοιώματα τών [[σεραφείμ]], εξαπτέρυγα.
}}
}}

Revision as of 21:38, 29 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑπίδιον Medium diacritics: ῥιπίδιον Low diacritics: ριπίδιον Capitals: ΡΙΠΙΔΙΟΝ
Transliteration A: rhipídion Transliteration B: rhipidion Transliteration C: ripidion Beta Code: r(ipi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ῥιπίς, small bellows, Hdn.Epim.118.

Greek Monolingual

το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ ῥιπίς, ῥιπίδος
βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου
νεοελλ.
1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας
2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδια
οι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με τους παραστάτες αποτελούν την κυρίως λεγόμενη πλώρη
3. φρ. α) «αλλουβιακό ριπίδιο»
(γεωμορφ.) ιζηματογενής σχηματισμός που δημιουργείται στο στόμιο φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το φορτίο τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε σχήμα ριπιδίου
β) «βραχώδες ριπίδιο»
(γεωμορφ.) ριπιδοειδούς σχήματος επιφάνεια του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους
γ) «υποθαλάσσιο ριπίδιο»
γεωλ. συσσώρευση χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών