πολυτερπής: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυτερπής:''' восхитительный, очаровательный (ὕμνοι Anth.). | |elrutext='''πολυτερπής:''' [[восхитительный]], [[очаровательный]] (ὕμνοι Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠ-τερπής, ές [[τέρπω]]<br />[[much]]-delighting, Anth. | |mdlsjtxt=πολῠ-τερπής, ές [[τέρπω]]<br />[[much]]-delighting, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A much-delighting, ὕμνοι AP9.504; Ἔρως Orph.Fr.168.9, 169. II much-delighted, ἀκουαί Nonn.D.10.236.
German (Pape)
[Seite 674] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτερπής: -ές, ὁ πολὺ τερπνός, λίαν εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très agréable, charmant.
Étymologie: πολύς, τέρπω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῖς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τερπής (< τέρπω)].
Greek Monotonic
πολῠτερπής: -ές (τέρπω), πολύ ευχάριστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολυτερπής: восхитительный, очаровательный (ὕμνοι Anth.).